- αλιμενότης
- ἀλιμενότης, η (Α) [ἀλίμενος]η αλιμενία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλιμενότητα — ἀλιμενότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιμενότητος — ἀλιμενότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίμενος — η, ο (Α ἀλίμενος, ον) (για ακτή ή χώρα) που δεν έχει λιμάνι αρχ. αυτός που δεν παρέχει άσυλο, καταφύγιο, ο αφιλόξενος («ἀλίμενα ὄρη», «ἀλίμενος καρδία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιμήν, ένος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλιμενία, ἀλιμενότης] … Dictionary of Greek